Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαιάζω — ἐξαιάζω (Α) [αιάζω] θρηνώ σπαρακτικά … Dictionary of Greek
ἐξαιάζοις — ἐξαιάζω pres opt act 2nd sg ἐξαιάζω pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)